Translation meaning & definition of the word "deity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θεότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Deity
[Θεότητα]/diəti/
noun
1. Any supernatural being worshipped as controlling some part of the world or some aspect of life or who is the personification of a force
- synonym:
- deity ,
- divinity ,
- god ,
- immortal
1. Κάθε υπερφυσικό ον λατρεύεται ως έλεγχος κάποιου μέρους του κόσμου ή κάποιας πτυχής της ζωής ή ποιος είναι η προσωποποίηση μιας δύναμης
- συνώνυμο:
- θεότητα ,
- θεός ,
- αθάνατος
Examples of using
Do you know which deity this temple is dedicated to?
Ξέρετε σε ποια θεότητα είναι αφιερωμένος αυτός ο ναός?