Translation meaning & definition of the word "deign" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σημασία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Deign
[Καταγγέλλω]/den/
verb
1. Do something that one considers to be below one's dignity
- synonym:
- condescend ,
- deign ,
- descend
1. Κάντε κάτι που θεωρείτε ότι είναι κάτω από την αξιοπρέπεια κάποιου
- συνώνυμο:
- συγκατατίθεμαι ,
- αποσυνδέω ,
- κατεβαίνω