Translation meaning & definition of the word "dehydrate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αφυδάτωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dehydrate
[Αφυδατώνω]/dɪhaɪdret/
verb
1. Preserve by removing all water and liquids from
- "Carry dehydrated food on your camping trip"
- synonym:
- dehydrate ,
- desiccate
1. Διατηρείται αφαιρώντας όλο το νερό και τα υγρά από
- "Μεταφέρετε αφυδατωμένα τρόφιμα στο ταξίδι σας στο κάμπινγκ"
- συνώνυμο:
- αφυδατώνω
2. Remove water from
- "All this exercise and sweating has dehydrated me"
- synonym:
- dehydrate ,
- desiccate
2. Αφαιρέστε το νερό από
- "Όλη αυτή η άσκηση και η εφίδρωση με έχει αφυδατώσει"
- συνώνυμο:
- αφυδατώνω
3. Lose water or moisture
- "In the desert, you get dehydrated very quickly"
- synonym:
- exsiccate ,
- dehydrate ,
- dry up ,
- desiccate
3. Χάστε νερό ή υγρασία
- "Στην έρημο αφυδατώνεσαι πολύ γρήγορα"
- συνώνυμο:
- εξωστρεφή ,
- αφυδατώνω ,
- στεγνώνω