Translation meaning & definition of the word "degraded" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "υποβαθμισμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Degraded
[Υποβαθμισμένο]/dɪgredəd/
adjective
1. Unrestrained by convention or morality
- "Congreve draws a debauched aristocratic society"
- "Deplorably dissipated and degraded"
- "Riotous living"
- "Fast women"
- synonym:
- debauched ,
- degenerate ,
- degraded ,
- dissipated ,
- dissolute ,
- libertine ,
- profligate ,
- riotous ,
- fast
1. Ασυγκράτητος από τη σύμβαση ή την ηθική
- "Το κονγκρέιβ σχεδιάζει μια ξεφτιλισμένη αριστοκρατική κοινωνία"
- "Θλιβερά διαλυμένο και υποβαθμισμένο"
- "Ταραχώδης ζωή"
- "Γρήγορες γυναίκες"
- συνώνυμο:
- ξεφτιλισμένος ,
- εκφυλισμένος ,
- υποβαθμισμένος ,
- διαλύθηκε ,
- διαλυμένος ,
- ελευθεριακός ,
- άσωτοσ ,
- ταραχώδης ,
- γρήγορα
2. Lowered in value
- "The dollar is low"
- "A debased currency"
- synonym:
- debased ,
- devalued ,
- degraded
2. Χαμηλωμένη αξία
- "Το δολάριο είναι χαμηλό"
- "Ένα υποβαθμισμένο νόμισμα"
- συνώνυμο:
- εξευτελίζεται ,
- υποτιμημένος ,
- υποβαθμισμένος
Examples of using
He degraded himself by telling me lies.
Υποβάθμισε τον εαυτό του λέγοντάς μου ψέματα.