Translation meaning & definition of the word "degrade" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βυθός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Degrade
[Υποβιβάζω]/dɪgred/
verb
1. Reduce the level of land, as by erosion
- synonym:
- degrade
1. Μειώστε το επίπεδο της γης, όπως με τη διάβρωση
- συνώνυμο:
- υποβιβάζω
2. Reduce in worth or character, usually verbally
- "She tends to put down younger women colleagues"
- "His critics took him down after the lecture"
- synonym:
- take down ,
- degrade ,
- disgrace ,
- demean ,
- put down
2. Μειώστε την αξία ή το χαρακτήρα, συνήθως προφορικά
- "Τείνει να καταρρίπτει νεότερες γυναίκες συναδέλφους"
- "Οι επικριτές του τον πήραν μετά τη διάλεξη"
- συνώνυμο:
- κατεβάζω ,
- υποβιβάζω ,
- ντροπή ,
- απομακρυσμένοσ ,
- βάζω κάτω
3. Lower the grade of something
- Reduce its worth
- synonym:
- degrade ,
- cheapen
3. Χαμηλώστε το βαθμό του κάτι
- Μειώστε την αξία του
- συνώνυμο:
- υποβιβάζω ,
- φτηναίνω