Translation meaning & definition of the word "degenerate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκφυλισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Degenerate
[Αποφλοιώνω]/dɪʤɛnərət/
noun
1. A person whose behavior deviates from what is acceptable especially in sexual behavior
- synonym:
- pervert ,
- deviant ,
- deviate ,
- degenerate
1. Ένα άτομο του οποίου η συμπεριφορά αποκλίνει από αυτό που είναι αποδεκτό ειδικά στη σεξουαλική συμπεριφορά
- συνώνυμο:
- διεστραμμένοσ ,
- αποκλίνουσα ,
- παρεκκλίνω ,
- εκφυλίζω
verb
1. Grow worse
- "Her condition deteriorated"
- "Conditions in the slums degenerated"
- "The discussion devolved into a shouting match"
- synonym:
- devolve ,
- deteriorate ,
- drop ,
- degenerate
1. Χειροτερεύω
- "Η κατάστασή του επιδεινώθηκε"
- "Οι προϋποθέσεις στις φτωχογειτονιές εκφυλίστηκαν"
- "Η συζήτηση αποκαλύφθηκε σε ένα φωναχτό αγώνα"
- συνώνυμο:
- εξελίσσω ,
- επιδεινώνω ,
- πτώση ,
- εκφυλίζω
adjective
1. Unrestrained by convention or morality
- "Congreve draws a debauched aristocratic society"
- "Deplorably dissipated and degraded"
- "Riotous living"
- "Fast women"
- synonym:
- debauched ,
- degenerate ,
- degraded ,
- dissipated ,
- dissolute ,
- libertine ,
- profligate ,
- riotous ,
- fast
1. Ανεξέλεγκτη από σύμβαση ή ηθική
- "Η κονγκρέιβ σχεδιάζει μια ντεμπούτο αριστοκρατική κοινωνία"
- "Διαλυτικά διαλυμένος και υποβαθμισμένος"
- "Ταραχώδης ζωή"
- "Γρήγορο γυναίκες"
- συνώνυμο:
- αποσυναρμολογηθεί ,
- εκφυλίζω ,
- υποβαθμισμένη ,
- διασκορπισμένο ,
- αποσυναρμολόγηση ,
- ελευθεριακή ,
- προφίλ ,
- ταραχώδησ ,
- γρήγορος