Translation meaning & definition of the word "defy" into Greek language
Μετάφραση έννοια & ορισμός της λέξης "αψηφώ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Defy
[Αψηφώ]/dɪfaɪ/
verb
1. Resist or confront with resistance
- "The politician defied public opinion"
- "The new material withstands even the greatest wear and tear"
- "The bridge held"
- synonym:
- defy ,
- withstand ,
- hold ,
- hold up
1. Αντισταθείτε ή αντιμετωπίστε με αντίσταση
- "Ο πολιτικός αψήφησε την κοινή γνώμη"
- "Το νέο υλικό αντέχει ακόμα και στη μεγαλύτερη φθορά"
- "Η γέφυρα κράτησε"
- συνώνυμο:
- αψηφώ ,
- αντέχω ,
- κρατώ ,
- κρατήστε ψηλά
2. Elude, especially in a baffling way
- "This behavior defies explanation"
- synonym:
- defy ,
- resist ,
- refuse
2. Ξεφύγετε, ειδικά με μπερδεμένο τρόπο
- "Αυτή η συμπεριφορά αψηφά την εξήγηση"
- συνώνυμο:
- αψηφώ ,
- αντισταθείτε ,
- αρνούμαι
3. Challenge
- "I dare you!"
- synonym:
- defy ,
- dare
3. Πρόκληση
- "Σε τολμώ!"
- συνώνυμο:
- αψηφώ ,
- τολμώ
Examples of using
Haptic sensations defy precise description.
Οι απτικές αισθήσεις αψηφούν την ακριβή περιγραφή.