Translation meaning & definition of the word "defray" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "άμυνα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Defray
[Αποπροσανατολίζω]/dɪfre/
verb
1. Bear the expenses of
- synonym:
- defray
1. Φέρει τα έξοδα του
- συνώνυμο:
- αποπροσανατολίζω