Translation meaning & definition of the word "deforestation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποψίλωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Deforestation
[Αποψίλωση]/dɪfɔrɪsteʃən/
noun
1. The state of being clear of trees
- synonym:
- deforestation
1. Η κατάσταση του να είσαι καθαρός από τα δέντρα
- συνώνυμο:
- αποψίλωση των δασών
2. The removal of trees
- synonym:
- deforestation ,
- disforestation
2. Η απομάκρυνση των δέντρων
- συνώνυμο:
- αποψίλωση των δασών ,
- αποψίλωση