Translation meaning & definition of the word "definitive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποφασιστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Definitive
[Οριστικόσ]/dɪfɪnɪtɪv/
adjective
1. Clearly defined or formulated
- "The plain and unequivocal language of the laws"- r.b.taney
- synonym:
- definitive ,
- unequivocal
1. Σαφώς καθορισμένο ή διατυπωμένο
- "Η απλή και σαφής γλώσσα των νόμων"- ρ.μ.τανέι
- συνώνυμο:
- οριστικός ,
- αδιαμφισβήτητα
2. Of recognized authority or excellence
- "The definitive work on greece"
- "Classical methods of navigation"
- synonym:
- authoritative ,
- classical ,
- classic ,
- definitive
2. Αναγνωρισμένη αρχή ή αριστεία
- "Το οριστικό έργο για την ελλάδα"
- "Κλασικές μέθοδοι πλοήγησης"
- συνώνυμο:
- έγκυρος ,
- κλασική ,
- κλασικό ,
- οριστικός
3. Supplying or being a final or conclusive settlement
- "A definitive verdict"
- "A determinate answer to the problem"
- synonym:
- definitive ,
- determinate
3. Προμήθεια ή είναι μια τελική ή πειστική διευθέτηση
- "Απόλυτη ετυμηγορία"
- "Μια προκαθορισμένη απάντηση στο πρόβλημα"
- συνώνυμο:
- οριστικός ,
- προκαθορισμένοσ