Translation meaning & definition of the word "deficit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "έλλειμμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Deficit
[Έλλειμμα]/dɛfəsət/
noun
1. The property of being an amount by which something is less than expected or required
- "New blood vessels bud out from the already dilated vascular bed to make up the nutritional deficit"
- synonym:
- deficit ,
- shortage ,
- shortfall
1. Η ιδιότητα του να είναι ένα ποσό κατά το οποίο κάτι είναι λιγότερο από το αναμενόμενο ή απαιτείται
- "Τα νέα αιμοφόρα αγγεία εξέρχονται από το ήδη διασταλμένο αγγειακό κρεβάτι για να αποτελέσουν το θρεπτικό έλλειμμα"
- συνώνυμο:
- έλλειμμα ,
- έλλειψη
2. A deficiency or failure in neurological or mental functioning
- "The people concerned have a deficit in verbal memory"
- "They have serious linguistic deficits"
- synonym:
- deficit
2. Ανεπάρκεια ή ανεπάρκεια σε νευρολογικές ή νοητικές λειτουργίες
- "Οι ενδιαφερόμενοι έχουν έλλειμμα στη λεκτική μνήμη"
- "Έχουν σοβαρά γλωσσικά ελλείμματα"
- συνώνυμο:
- έλλειμμα
3. (sports) the score by which a team or individual is losing
- synonym:
- deficit
3. (αθλήματα) το σκορ με το οποίο μια ομάδα ή ένα άτομο χάνει
- συνώνυμο:
- έλλειμμα
4. An excess of liabilities over assets (usually over a certain period)
- "Last year there was a serious budgetary deficit"
- synonym:
- deficit
4. Υπέρβαση των υποχρεώσεων έναντι των περιουσιακών στοιχείων (συνήθως για μια ορισμένη περίοδο)
- "Πέρυσι υπήρξε σοβαρό δημοσιονομικό έλλειμμα"
- συνώνυμο:
- έλλειμμα
Examples of using
Eliminating the deficit will be a very difficult job.
Η εξάλειψη του ελλείμματος θα είναι μια πολύ δύσκολη δουλειά.