Translation meaning & definition of the word "deficiency" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιείκεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Deficiency
[Ανεπάρκεια]/dɪfɪʃənsi/
noun
1. The state of needing something that is absent or unavailable
- "There is a serious lack of insight into the problem"
- "Water is the critical deficiency in desert regions"
- "For want of a nail the shoe was lost"
- synonym:
- lack ,
- deficiency ,
- want
1. Η κατάσταση της ανάγκης κάτι που απουσιάζει ή δεν είναι διαθέσιμο
- "Υπάρχει σοβαρή έλλειψη διορατικότητας στο πρόβλημα"
- "Το νερό είναι η κρίσιμη ανεπάρκεια στις περιοχές της ερήμου"
- "Γιατί θέλει ένα καρφί το παπούτσι χάθηκε"
- συνώνυμο:
- έλλειψη ,
- ανεπάρκεια ,
- θέλω
2. Lack of an adequate quantity or number
- "The inadequacy of unemployment benefits"
- synonym:
- insufficiency ,
- inadequacy ,
- deficiency
2. Έλλειψη επαρκούς ποσότητας ή αριθμού
- "Η ανεπάρκεια των επιδομάτων ανεργίας"
- συνώνυμο:
- ανεπάρκεια