Translation meaning & definition of the word "defiantly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προκαταρκτικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Defiantly
[Προκλητικά]/dɪfaɪəntli/
adverb
1. In a rebellious manner
- "He rejected her words rebelliously"
- synonym:
- rebelliously ,
- contumaciously ,
- defiantly
1. Με επαναστατικό τρόπο
- "Απέρριψε τα λόγια της επαναστατικά"
- συνώνυμο:
- επαναστατικά ,
- αντιφατικά ,
- προκλητικά