Translation meaning & definition of the word "defiance" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "απογοήτευση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Defiance
[Πίστη]/dɪfaɪəns/
noun
1. Intentionally contemptuous behavior or attitude
- synonym:
- defiance ,
- rebelliousness
1. Σκόπιμα περιφρονητική συμπεριφορά ή στάση
- συνώνυμο:
- αντιπάθεια ,
- επαναστατικότητα
2. A hostile challenge
- synonym:
- defiance
2. Μια εχθρική πρόκληση
- συνώνυμο:
- αντιπάθεια
3. A defiant act
- synonym:
- defiance
3. Μια προκλητική πράξη
- συνώνυμο:
- αντιπάθεια