Translation meaning & definition of the word "deference" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμφωνία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Deference
[Αναβολή]/dɛfərəns/
noun
1. A courteous expression (by word or deed) of esteem or regard
- "His deference to her wishes was very flattering"
- "Be sure to give my respects to the dean"
- synonym:
- deference ,
- respect
1. Μια ευγενική έκφραση (μπι λέξη ή πράξη) εκτίμησης ή σεβασμού
- "Η συμπίεση της στις επιθυμίες της ήταν πολύ κολακευτική"
- "Να είστε βέβαιος να δώσει το σεβασμό μου στον κοσμήτορα"
- συνώνυμο:
- αντιπαράθεση ,
- σεβασμός
2. Courteous regard for people's feelings
- "In deference to your wishes"
- "Out of respect for his privacy"
- synonym:
- deference ,
- respect ,
- respectfulness
2. Ευγενική εκτίμηση των συναισθημάτων των ανθρώπων
- "Σε αντίθεση με τις επιθυμίες σας"
- "Από σεβασμό στην ιδιωτικότητά του"
- συνώνυμο:
- αντιπαράθεση ,
- σεβασμός ,
- σεβασμό
3. A disposition or tendency to yield to the will of others
- synonym:
- complaisance ,
- compliance ,
- compliancy ,
- obligingness ,
- deference
3. Διάθεση ή τάση να υποχωρούν στη θέληση των άλλων
- συνώνυμο:
- επαναπροσέγγιση ,
- συμμόρφωση ,
- ευχαρίστηση ,
- υποχρεωτικότητα ,
- αντιπαράθεση