Translation meaning & definition of the word "defer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναβολή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Defer
[Αναβάλλω]/dɪfər/
verb
1. Hold back to a later time
- "Let's postpone the exam"
- synonym:
- postpone ,
- prorogue ,
- hold over ,
- put over ,
- table ,
- shelve ,
- set back ,
- defer ,
- remit ,
- put off
1. Κρατήστε πίσω σε μεταγενέστερο χρόνο
- "Ας αναβάλουμε τις εξετάσεις"
- συνώνυμο:
- αναβάλλω ,
- πρόδρομο ,
- κρατώ ,
- βάζω πάνω ,
- πίνακας ,
- ράφια ,
- παραδίδω ,
- αρμοδιότητα ,
- απογειώνομαι
2. Yield to another's wish or opinion
- "The government bowed to the military pressure"
- synonym:
- submit ,
- bow ,
- defer ,
- accede ,
- give in
2. Απόδοση στην επιθυμία ή τη γνώμη του άλλου
- "Η κυβέρνηση υπέκυψε στη στρατιωτική πίεση"
- συνώνυμο:
- υποβάλλω ,
- τόξο ,
- αναβάλλω ,
- προσχωρώ ,
- ενδίδω