Translation meaning & definition of the word "defender" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπερασπιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Defender
[Υπερασπιστής]/dɪfɛndər/
noun
1. A person who cares for persons or property
- synonym:
- defender ,
- guardian ,
- protector ,
- shielder
1. Ένα άτομο που νοιάζεται για τα άτομα ή την ιδιοκτησία
- συνώνυμο:
- υπερασπιστής ,
- κηδεμόνας ,
- προστάτης ,
- σίλντερ
2. A fighter who holds out against attack
- synonym:
- defender ,
- withstander
2. Ένας μαχητής που παραμένει ενάντια στην επίθεση
- συνώνυμο:
- υπερασπιστής ,
- αντιστασιακός