Translation meaning & definition of the word "defective" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ελαττωματική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Defective
[Ελαττωματικός]/dɪfɛktɪv/
adjective
1. Having a defect
- "I returned the appliance because it was defective"
- synonym:
- defective ,
- faulty
1. Έχοντας ένα ελάττωμα
- "Επέστρεψα τη συσκευή επειδή ήταν ελαττωματική"
- συνώνυμο:
- ελαττωματικός ,
- ελαττωματικόσ
2. Markedly subnormal in structure or function or intelligence or behavior
- "Defective speech"
- synonym:
- defective
2. Σημαντικά υποκανονική στη δομή ή τη λειτουργία ή τη νοημοσύνη ή τη συμπεριφορά
- "Ελαττωματική ομιλία"
- συνώνυμο:
- ελαττωματικός
3. Not working properly
- "A bad telephone connection"
- "A defective appliance"
- synonym:
- bad ,
- defective
3. Δεν λειτουργεί σωστά
- "Κακή τηλεφωνική σύνδεση"
- "Ελαττωματική συσκευή"
- συνώνυμο:
- κακός ,
- ελαττωματικός
Examples of using
The clock is defective.
Το ρολόι είναι ελαττωματικό.