Translation meaning & definition of the word "defeatist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ηττητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Defeatist
[Ηττοπαθής]/dɪfitɪst/
noun
1. Someone who is resigned to defeat without offering positive suggestions
- synonym:
- defeatist ,
- negativist
1. Κάποιος που παραιτείται από την ήττα χωρίς να προσφέρει θετικές προτάσεις
- συνώνυμο:
- ηττοπαθής ,
- αρνητικολόγοσ