Translation meaning & definition of the word "deer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επισκέπτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Deer
[Ελάφι]/dɪr/
noun
1. Distinguished from bovidae by the male's having solid deciduous antlers
- synonym:
- deer ,
- cervid
1. Διακρίνεται από τις βοβίδες από το αρσενικό που έχει στερεά φυλλοβόλα κέρατα
- συνώνυμο:
- ελάφι ,
- τράχηλοσ
Examples of using
The deer is more rapid than strong.
Το ελάφι είναι πιο γρήγορο παρά ισχυρό.
We didn't see many deer in the forest.
Δεν είδαμε πολλά ελάφια στο δάσος.
He couldn't bring himself to shoot the deer.
Δεν μπορούσε να φέρει τον εαυτό του να πυροβολήσει το ελάφι.