Translation meaning & definition of the word "deed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πράγμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Deed
[Θεωρώ]/did/
noun
1. A legal document signed and sealed and delivered to effect a transfer of property and to show the legal right to possess it
- "He signed the deed"
- "He kept the title to his car in the glove compartment"
- synonym:
- deed ,
- deed of conveyance ,
- title
1. Ένα νομικό έγγραφο που υπογράφεται και σφραγίζεται και παραδίδεται για να πραγματοποιήσει μεταβίβαση ακινήτου και να το κατέχει
- "Υπέγραψε την πράξη"
- "Κρατούσε τον τίτλο του αυτοκινήτου του στο διαμέρισμα των γαντιών"
- συνώνυμο:
- πράξη ,
- πράξη μεταφοράς ,
- τίτλος
2. Something that people do or cause to happen
- synonym:
- act ,
- deed ,
- human action ,
- human activity
2. Κάτι που κάνουν ή προκαλούν οι άνθρωποι
- συνώνυμο:
- πράξη ,
- ανθρώπινη δράση ,
- ανθρώπινη δραστηριότητα
Examples of using
A good deed is its own reward.
Μια καλή πράξη είναι η ανταμοιβή της.
The soldier was decorated for his brave deed.
Ο στρατιώτης ήταν διακοσμημένος για τη γενναία πράξη του.
No good deed goes unpunished.
Καμία καλή πράξη δεν μένει ατιμώρητη.