Translation meaning & definition of the word "dedicate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αφιέρωμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dedicate
[Αφιερώνω]/dɛdəket/
verb
1. Give entirely to a specific person, activity, or cause
- "She committed herself to the work of god"
- "Give one's talents to a good cause"
- "Consecrate your life to the church"
- synonym:
- give ,
- dedicate ,
- consecrate ,
- commit ,
- devote
1. Δώστε εξ ολοκλήρου σε ένα συγκεκριμένο άτομο, δραστηριότητα ή αιτία
- "Δεσμεύτηκε στο έργο του θεού"
- "Δώστε τα ταλέντα σε έναν καλό σκοπό"
- "Αφιέρωσε τη ζωή σου στην εκκλησία"
- συνώνυμο:
- δίνω ,
- αφιερώνω ,
- αποφασίζω
2. Open to public use, as of a highway, park, or building
- "The beauty queen spends her time dedicating parks and nursing homes"
- synonym:
- dedicate
2. Ανοιχτό για δημόσια χρήση, από εθνική οδό, πάρκο ή κτίριο
- "Η βασίλισσα της ομορφιάς ξοδεύει το χρόνο της αφιερώνοντας πάρκα και γηροκομεία"
- συνώνυμο:
- αφιερώνω
3. Inscribe or address by way of compliment
- "She dedicated her book to her parents"
- synonym:
- dedicate
3. Εγγραφή ή διεύθυνση μέσω κομπλιμέντου
- "Αφιέρωσε το βιβλίο της στους γονείς της"
- συνώνυμο:
- αφιερώνω
4. Set apart to sacred uses with solemn rites, of a church
- synonym:
- dedicate
4. Ξεχωρίζει σε ιερές χρήσεις με επίσημες τελετές, εκκλησίας
- συνώνυμο:
- αφιερώνω
Examples of using
I dedicate this song to you.
Σου αφιερώνω αυτό το τραγούδι.
I dedicate this book to my daughter.
Αφιερώνω αυτό το βιβλίο στην κόρη μου.