Translation meaning & definition of the word "decrepit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποκρυπτογράφηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Decrepit
[Αποφασίζω]/dəkrɛpɪt/
adjective
1. Worn and broken down by hard use
- "A creaky shack"
- "A decrepit bus...its seats held together with friction tape"
- "A flea-bitten sofa"
- "A run-down neighborhood"
- "A woebegone old shack"
- synonym:
- creaky ,
- decrepit ,
- derelict ,
- flea-bitten ,
- run-down ,
- woebegone
1. Φθαρμένος και διασπασμένος από τη σκληρή χρήση
- "Ένα τρυφερό καλάμι"
- "Ένα λεωφορείο αποφασιστικής αποφασιστικότητας.τα καθίσματά του κρατούνται μαζί με ταινία τριβής"
- "Ένας καναπές με ψύλλους"
- "Μια γειτονιά που τρέχει"
- "Ένας παλιός σάκος"
- συνώνυμο:
- τρυπητόσ ,
- αποστασιοποιημένοσ ,
- εγκαταλείπω ,
- φλογέρα ,
- ανατροπή ,
- βομβεγκόνη
2. Lacking bodily or muscular strength or vitality
- "A feeble old woman"
- "Her body looked sapless"
- synonym:
- decrepit ,
- debile ,
- feeble ,
- infirm ,
- rickety ,
- sapless ,
- weak ,
- weakly
2. Έλλειψη σωματικής ή μυϊκής δύναμης ή ζωτικότητας
- "Αδύναμη γριά"
- "Το σώμα της φαινόταν ατρόμητο"
- συνώνυμο:
- αποστασιοποιημένοσ ,
- αποβλακωμένοσ ,
- αδύναμος ,
- αδύνατοσ ,
- ακανθώδεσ ,
- χυμώδησ ,
- ασθενώσ