Translation meaning & definition of the word "decree" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "διάφορο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Decree
[Διάταγμα]/dɪkri/
noun
1. A legally binding command or decision entered on the court record (as if issued by a court or judge)
- "A friend in new mexico said that the order caused no trouble out there"
- synonym:
- decree ,
- edict ,
- fiat ,
- order ,
- rescript
1. Νομικά δεσμευτική εντολή ή απόφαση που εγγράφεται στο δικαστικό μητρώο (αν εκδοθεί από δικαστήριο ή δικαστήριο)
- "Ένας φίλος στο νέο μεξικό είπε ότι η σειρά δεν προκάλεσε κανένα πρόβλημα εκεί έξω"
- συνώνυμο:
- διάταγμα ,
- φιάτ ,
- παραγγελία ,
- αποστασιολόγηση
verb
1. Issue a decree
- "The king only can decree"
- synonym:
- decree
1. Εκδίδω διάταγμα
- "Ο βασιλιάς μόνο μπορεί να διατάξει"
- συνώνυμο:
- διάταγμα
2. Decide with authority
- "The king decreed that all firstborn males should be killed"
- synonym:
- rule ,
- decree
2. Αποφασίζει με την εξουσία
- "Ο βασιλιάς αποφάσισε ότι όλα τα πρωτότοκα αρσενικά πρέπει να σκοτωθούν"
- συνώνυμο:
- κανόνας ,
- διάταγμα