Translation meaning & definition of the word "decorative" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διακοσμητικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Decorative
[Διακοσμητικό]/dɛkrətɪv/
adjective
1. Serving an esthetic rather than a useful purpose
- "Cosmetic fenders on cars"
- "The buildings were utilitarian rather than decorative"
- synonym:
- cosmetic ,
- decorative ,
- ornamental
1. Εξυπηρετώντας έναν αισθητικό και όχι έναν χρήσιμο σκοπό
- "Καλλυντικά κιγκλιδώματα στα αυτοκίνητα"
- "Τα κτίρια ήταν χρηστικά και όχι διακοσμητικά"
- συνώνυμο:
- καλλυντικό ,
- διακοσμητικός
Examples of using
It's a very decorative plant.
Είναι ένα πολύ διακοσμητικό φυτό.