Translation meaning & definition of the word "decorate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διακόσμηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Decorate
[Διακοσμώ]/dɛkəret/
verb
1. Make more attractive by adding ornament, colour, etc.
- "Decorate the room for the party"
- "Beautify yourself for the special day"
- synonym:
- decorate ,
- adorn ,
- grace ,
- ornament ,
- embellish ,
- beautify
1. Κάντε πιο ελκυστική προσθέτοντας στολίδι, χρώμα κλπ.
- "Διακοσμήστε το δωμάτιο για το πάρτι"
- "Να παρακολουθείτε τον εαυτό σας για την ξεχωριστή ημέρα"
- συνώνυμο:
- διακοσμώ ,
- στολίζω ,
- χάρη ,
- στολίδι ,
- εξωραΐζω ,
- ομορφύνω
2. Be beautiful to look at
- "Flowers adorned the tables everywhere"
- synonym:
- deck ,
- adorn ,
- decorate ,
- grace ,
- embellish ,
- beautify
2. Να είσαι όμορφος να κοιτάς
- "Οι ανεμιστήρες κοσμούσαν τα τραπέζια παντού"
- συνώνυμο:
- κατάστρωμα ,
- στολίζω ,
- διακοσμώ ,
- χάρη ,
- εξωραΐζω ,
- ομορφύνω
3. Award a mark of honor, such as a medal, to
- "He was decorated for his services in the military"
- synonym:
- decorate
3. Απονέμει ένα σημάδι τιμής, όπως ένα μετάλλιο, για να
- "Ήταν διακοσμημένος για τις υπηρεσίες του στο στρατό"
- συνώνυμο:
- διακοσμώ
4. Provide with decoration
- "Dress the windows"
- synonym:
- dress ,
- decorate
4. Παρέχετε τη διακόσμηση
- "Φόρεμα τα παράθυρα"
- συνώνυμο:
- φόρεμα ,
- διακοσμώ
Examples of using
I like to decorate my room with flowers.
Μου αρέσει να διακοσμώ το δωμάτιό μου με λουλούδια.