Translation meaning & definition of the word "decline" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποκλεισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Decline
[Παρακμή]/dɪklaɪn/
noun
1. Change toward something smaller or lower
- synonym:
- decline ,
- diminution
1. Αλλαγή προς κάτι μικρότερο ή χαμηλότερο
- συνώνυμο:
- μείωση
2. A condition inferior to an earlier condition
- A gradual falling off from a better state
- synonym:
- decline ,
- declination
2. Μια κατάσταση κατώτερη από μια προηγούμενη κατάσταση
- Μια σταδιακή πτώση από μια καλύτερη κατάσταση
- συνώνυμο:
- μείωση ,
- απόκλιση
3. A gradual decrease
- As of stored charge or current
- synonym:
- decay ,
- decline
3. Σταδιακή μείωση
- Από την αποθηκευμένη δαπάνη ή το ρεύμα
- συνώνυμο:
- αποσύνθεση ,
- μείωση
4. A downward slope or bend
- synonym:
- descent ,
- declivity ,
- fall ,
- decline ,
- declination ,
- declension ,
- downslope
4. Μια καθοδική κλίση ή κάμψη
- συνώνυμο:
- κατάβαση ,
- αποχωρητικότητα ,
- πέφτω ,
- μείωση ,
- απόκλιση ,
- πτώση
verb
1. Grow worse
- "Conditions in the slum worsened"
- synonym:
- worsen ,
- decline
1. Χειροτερεύω
- "Οι προϋποθέσεις στην παραγκούπολη επιδεινώθηκαν"
- συνώνυμο:
- επιδεινώνω ,
- μείωση
2. Refuse to accept
- "He refused my offer of hospitality"
- synonym:
- refuse ,
- reject ,
- pass up ,
- turn down ,
- decline
2. Αρνηθείτε να δεχτείτε
- "Αρνήθηκε την προσφορά μου για φιλοξενία"
- συνώνυμο:
- αρνούμαι ,
- απορρίπτω ,
- περνώ ,
- κατεβάζω ,
- μείωση
3. Show unwillingness towards
- "He declined to join the group on a hike"
- synonym:
- refuse ,
- decline
3. Δείξτε απροθυμία προς
- "Αρνήθηκε να ενταχθεί στην ομάδα σε πεζοπορία"
- συνώνυμο:
- αρνούμαι ,
- μείωση
4. Grow smaller
- "Interest in the project waned"
- synonym:
- decline ,
- go down ,
- wane
4. Γίνομαι μικρότερος
- "Το ενδιαφέρον για το έργο εξασθένισε"
- συνώνυμο:
- μείωση ,
- κατεβαίνω ,
- βεν
5. Go down
- "The roof declines here"
- synonym:
- decline
5. Κατεβαίνω
- "Η οροφή μειώνεται εδώ"
- συνώνυμο:
- μείωση
6. Go down in value
- "The stock market corrected"
- "Prices slumped"
- synonym:
- decline ,
- slump ,
- correct
6. Πάω κάτω στην αξία
- "Το χρηματιστήριο διορθώθηκε"
- "Οι τιμές έπεσαν"
- συνώνυμο:
- μείωση ,
- πτώση ,
- σωστός
7. Inflect for number, gender, case, etc., "in many languages, speakers decline nouns, pronouns, and adjectives"
- synonym:
- decline
7. Κλίνει για τον αριθμό, το φύλο, την περίπτωση, κλπ., "σε πολλές γλώσσες, ομιλητές απορρίπτουν ουσιαστικά, αντωνυμίες και επίθετα"
- συνώνυμο:
- μείωση
Examples of using
He gathered the courage to decline the offer.
Συγκέντρωσε το θάρρος να απορρίψει την προσφορά.
His health has begun to decline now.
Η υγεία του έχει αρχίσει να μειώνεται.
If we decline, what are the alternatives?
Αν αποτύχουμε, ποιες είναι οι εναλλακτικές λύσεις?