Translation meaning & definition of the word "decisiveness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αποχή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Decisiveness
[Αποφασιστικότητα]/dɪsaɪsɪvnəs/
noun
1. The trait of resoluteness as evidenced by firmness of character or purpose
- "A man of unusual decisiveness"
- synonym:
- decisiveness ,
- decision
1. Το χαρακτηριστικό της αποφασιστικότητας όπως αποδεικνύεται από τη σταθερότητα του χαρακτήρα ή του σκοπού
- "Ένας άνθρωπος ασυνήθιστης αποφασιστικότητας"
- συνώνυμο:
- αποφασιστικότητα ,
- απόφαση
2. The quality of being final or definitely settled
- "The finality of death"
- synonym:
- finality ,
- conclusiveness ,
- decisiveness
2. Η ποιότητα του να είσαι οριστικός ή σίγουρα εγκατεστημένος
- "Τελικό του θανάτου"
- συνώνυμο:
- τελικότητα ,
- τελειωτικότητα ,
- αποφασιστικότητα
Examples of using
He is lacking in decisiveness.
Του λείπει η αποφασιστικότητα.
He lacks decisiveness.
Δεν έχει αποφασιστικότητα.