Translation meaning & definition of the word "decisively" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποφασιστικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Decisively
[Αποφασιστικά]/dɪsaɪsɪvli/
adverb
1. With firmness
- "`i will come along,' she said decisively"
- synonym:
- decisively ,
- resolutely
1. Με σταθερότητα
- "Θα έρθω, είπε αποφασιστικά"
- συνώνυμο:
- αποφασιστικά
2. With finality
- Conclusively
- "The voted settled the argument decisively"
- synonym:
- decisively
2. Με τελικότητα
- Αποφασιστικά
- "Η ψηφοφορία διευθέτησε το επιχείρημα αποφασιστικά"
- συνώνυμο:
- αποφασιστικά
3. In an indisputable degree
- "The fisher act of 1918 decisively raised their status and pay"
- synonym:
- decisively
3. Σε αδιαμφισβήτητο βαθμό
- "Ο νόμος του φίσερ του 1918 αύξησε αποφασιστικά το καθεστώς και την αμοιβή τους"
- συνώνυμο:
- αποφασιστικά