Translation meaning & definition of the word "decisive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποφασιστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Decisive
[Αποφασιστικός]/dɪsaɪsɪv/
adjective
1. Determining or having the power to determine an outcome
- "Cast the decisive vote"
- "Two factors had a decisive influence"
- synonym:
- decisive
1. Προσδιορισμός ή την εξουσία να καθορίσει ένα αποτέλεσμα
- "Διεξήγαγε την αποφασιστική ψήφο"
- "Δύο παράγοντες είχαν αποφασιστική επιρροή"
- συνώνυμο:
- αποφασιστικός
2. Unmistakable
- "Had a decisive lead in the polls"
- synonym:
- decisive
2. Αδιαμφισβήτητοσ
- "Είχε αποφασιστικό προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις"
- συνώνυμο:
- αποφασιστικός
3. Characterized by decision and firmness
- "An able and decisive young woman"
- "We needed decisive leadership"
- "She gave him a decisive answer"
- synonym:
- decisive
3. Χαρακτηρίζεται από απόφαση και σταθερότητα
- "Μια ικανή και αποφασιστική νεαρή γυναίκα"
- "Χρειαζόμασταν αποφασιστική ηγεσία"
- "Του έδωσε μια αποφασιστική απάντηση"
- συνώνυμο:
- αποφασιστικός
4. Forming or having the nature of a turning point or crisis
- "A critical point in the campaign"
- "The critical test"
- synonym:
- critical ,
- decisive
4. Σχηματίζοντας ή έχοντας τη φύση ενός σημείου καμπής ή κρίσης
- "Ένα κρίσιμο σημείο της εκστρατείας"
- "Η κρίσιμη δοκιμασία"
- συνώνυμο:
- critical ,
- αποφασιστικός