Translation meaning & definition of the word "decimal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δεκαδικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Decimal
[Δεκαδικός]/dɛsəməl/
noun
1. A proper fraction whose denominator is a power of 10
- synonym:
- decimal fraction ,
- decimal
1. Ένα κατάλληλο κλάσμα του οποίου ο παρονομαστής είναι δύναμη 10
- συνώνυμο:
- δεκαδικό κλάσμα ,
- δεκαδικός
2. A number in the decimal system
- synonym:
- decimal
2. Ένας αριθμός στο δεκαδικό σύστημα
- συνώνυμο:
- δεκαδικός
adjective
1. Numbered or proceeding by tens
- Based on ten
- "The decimal system"
- synonym:
- decimal ,
- denary
1. Αριθμημένος ή προχωρώντας κατά δεκάδες
- Με βάση το δέκα
- "Το δεκαδικό σύστημα"
- συνώνυμο:
- δεκαδικός ,
- δηνάριο
Examples of using
The decimal point in this number is in the wrong place.
Το δεκαδικό σημείο σε αυτόν τον αριθμό είναι σε λάθος μέρος.