Translation meaning & definition of the word "decidedly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποφασιστικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Decidedly
[Αποφασιστικά]/dɪsaɪdədli/
adverb
1. Without question and beyond doubt
- "It was decidedly too expensive"
- "She told him off in spades"
- "By all odds they should win"
- synonym:
- decidedly ,
- unquestionably ,
- emphatically ,
- definitely ,
- in spades ,
- by all odds
1. Χωρίς αμφιβολία και χωρίς αμφιβολία
- "Ήταν αποφασιστικά πολύ ακριβό"
- "Του είπε με φτυάρια"
- "Με όλες τις πιθανότητες πρέπει να κερδίσουν"
- συνώνυμο:
- αποφασιστικά ,
- αναμφισβήτητα ,
- εμφατικά ,
- σίγουρα ,
- σε φτυάρια ,
- με όλες τις πιθανότητες