Translation meaning & definition of the word "decide" into Greek language
Μετάφραση έννοια & ορισμός της λέξης "αποφασίζω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Decide
[Αποφασίζω]/dɪsaɪd/
verb
1. Reach, make, or come to a decision about something
- "We finally decided after lengthy deliberations"
- synonym:
- decide ,
- make up one's mind ,
- determine
1. Φτάστε, πάρτε ή καταλήξτε σε μια απόφαση για κάτι
- "Τελικά αποφασίσαμε μετά από μακρές συζητήσεις"
- συνώνυμο:
- αποφασίζω ,
- αποφάσισε κανείς ,
- καθορίζω
2. Bring to an end
- Settle conclusively
- "The case was decided"
- "The judge decided the case in favor of the plaintiff"
- "The father adjudicated when the sons were quarreling over their inheritance"
- synonym:
- decide ,
- settle ,
- resolve ,
- adjudicate
2. Φέρτε στο τέλος
- Τακτοποιήστε οριστικά
- "Η υπόθεση κρίθηκε"
- "Ο δικαστής έκρινε την υπόθεση υπέρ του ενάγοντος"
- "Ο πατέρας έκρινε όταν οι γιοι μάλωναν για την κληρονομιά τους"
- συνώνυμο:
- αποφασίζω ,
- τακτοποιώ ,
- επιλύω ,
- δικάζω
3. Cause to decide
- "This new development finally decided me!"
- synonym:
- decide
3. Αιτία να αποφασίσει
- "Αυτή η νέα εξέλιξη με αποφάσισε τελικά!"
- συνώνυμο:
- αποφασίζω
4. Influence or determine
- "The vote in new hampshire often decides the outcome of the presidential election"
- synonym:
- decide
4. Επηρεάστε ή καθορίστε
- "Η ψηφοφορία στο νιου χάμσαϊρ συχνά αποφασίζει το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών"
- συνώνυμο:
- αποφασίζω
Examples of using
It's too early to decide.
Είναι πολύ νωρίς για να αποφασίσεις.
People can decide between me and you.
Οι άνθρωποι μπορούν να αποφασίσουν ανάμεσα σε μένα και σε σένα.
In conclusion, the next step is to decide what we should do for the next step.
Εν κατακλείδι, το επόμενο βήμα είναι να αποφασίσουμε τι πρέπει να κάνουμε για το επόμενο βήμα.