Translation meaning & definition of the word "deception" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απάτη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Deception
[Απάτη]/dɪsɛpʃən/
noun
1. A misleading falsehood
- synonym:
- misrepresentation ,
- deceit ,
- deception
1. Ένα παραπλανητικό ψέμα
- συνώνυμο:
- παραποίηση ,
- απάτη ,
- εξαπάτηση
2. The act of deceiving
- synonym:
- deception ,
- deceit ,
- dissembling ,
- dissimulation
2. Η πράξη της εξαπάτησης
- συνώνυμο:
- εξαπάτηση ,
- απάτη ,
- αποσυναρμολόγηση ,
- διάχυση
3. An illusory feat
- Considered magical by naive observers
- synonym:
- magic trick ,
- conjuring trick ,
- trick ,
- magic ,
- legerdemain ,
- conjuration ,
- thaumaturgy ,
- illusion ,
- deception
3. Ένα απατηλό κατόρθωμα
- Θεωρείται μαγικό από αφελείς παρατηρητές
- συνώνυμο:
- μαγικό κόλπο ,
- προκαλώντας κόλπο ,
- κόλπο ,
- μαγεία ,
- λεγεραμελή ,
- επιβολή ,
- θαυματουργία ,
- ψευδαίσθηση ,
- εξαπάτηση