Translation meaning & definition of the word "decently" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "απόλυτα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Decently
[Καταραμένα]/disəntli/
adverb
1. In a decent manner
- "They don't know how to dress decently"
- synonym:
- decently
1. Με αξιοπρεπή τρόπο
- "Δεν ξέρουν πώς να ντύνονται αξιοπρεπώς"
- συνώνυμο:
- αξιοπρεπέσ
2. In the right manner
- "Please do your job properly!"
- "Can't you carry me decent?"
- synonym:
- properly ,
- decently ,
- decent ,
- in good order ,
- right ,
- the right way
2. Με τον σωστό τρόπο
- "Παρακαλώ κάντε τη δουλειά σας σωστά!"
- "Δεν μπορείς να με κουβαλάς αξιοπρεπή?"
- συνώνυμο:
- σωστά ,
- αξιοπρεπέσ ,
- αξιοπρεπής ,
- σε καλή κατάσταση ,
- σωστός ,
- ο σωστός τρόπος
Examples of using
Behave decently, as if you're a well-cultured man.
Συμπεριφερθείτε αξιοπρεπώς, σαν να είστε ένας καλά καλλιεργημένος άνθρωπος.