Translation meaning & definition of the word "decent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αξιοπρεπές" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Decent
[Αξιοπρεπής]/disənt/
adjective
1. Socially or conventionally correct
- Refined or virtuous
- "From a decent family"
- "A nice girl"
- synonym:
- decent ,
- nice
1. Κοινωνικά ή συμβατικά σωστά
- Εκλεπτυσμένος ή ενάρετος
- "Από μια αξιοπρεπή οικογένεια"
- "Ένα ωραίο κορίτσι"
- συνώνυμο:
- αξιοπρεπής ,
- ωραίος
2. According with custom or propriety
- "Her becoming modesty"
- "Comely behavior"
- "It is not comme il faut for a gentleman to be constantly asking for money"
- "A decent burial"
- "Seemly behavior"
- synonym:
- becoming ,
- comely ,
- comme il faut ,
- decent ,
- decorous ,
- seemly
2. Σύμφωνα με το έθιμο ή την ιδιοκτησία
- "Γινε μετριοφροσύνη"
- "Ελεύθερη συμπεριφορά"
- "Δεν είναι αναγκαίο να ζητάει ένας κύριος συνεχώς χρήματα"
- "Μια αξιοπρεπής ταφή"
- "Φαινομενική συμπεριφορά"
- συνώνυμο:
- γίνομαι ,
- ελκυστικόσ ,
- ευχαριστώ ,
- αξιοπρεπής ,
- διακοσμητικός ,
- φαινομενικά
3. Conforming to conventions of sexual behavior
- "Speech in this circle, if not always decent, never became lewd"- george santayana
- synonym:
- decent
3. Συμμόρφωση με τις συμβάσεις της σεξουαλικής συμπεριφοράς
- "Η ομιλία σε αυτόν τον κύκλο, αν όχι πάντα αξιοπρεπής, δεν έγινε ποτέ λουδί" - τζορτζ σανταγιάνα
- συνώνυμο:
- αξιοπρεπής
4. Sufficient for the purpose
- "An adequate income"
- "The food was adequate"
- "A decent wage"
- "Enough food"
- "Food enough"
- synonym:
- adequate ,
- decent ,
- enough
4. Επαρκής για το σκοπό
- "Επαρκές εισόδημα"
- "Το φαγητό ήταν επαρκές"
- "Αξιοπρεπής μισθός"
- "Αρκετό φαγητό"
- "Αρκετά τρόφιμα"
- συνώνυμο:
- επαρκής ,
- αξιοπρεπής ,
- αρκετά
5. Decently clothed
- "Are you decent?"
- synonym:
- decent
5. Αξιοπρεπώς ντυμένο
- "Είσαι αξιοπρεπής?"
- συνώνυμο:
- αξιοπρεπής
6. Observing conventional sexual mores in speech or behavior or dress
- "A modest neckline in her dress"
- "Though one of her shoulder straps had slipped down, she was perfectly decent by current standards"
- synonym:
- decent
6. Παρατηρώντας συμβατικά σεξουαλικά ήθη στην ομιλία ή τη συμπεριφορά ή το φόρεμα
- "Μια μέτρια λαιμόκοψη στο φόρεμά της"
- "Αν και ένας από τους ιμάντες ώμου της είχε γλιστρήσει κάτω, ήταν απόλυτα αξιοπρεπής σύμφωνα με τα τρέχοντα πρότυπα"
- συνώνυμο:
- αξιοπρεπής
adverb
1. In the right manner
- "Please do your job properly!"
- "Can't you carry me decent?"
- synonym:
- properly ,
- decently ,
- decent ,
- in good order ,
- right ,
- the right way
1. Με τον σωστό τρόπο
- "Παρακαλώ κάντε τη δουλειά σας σωστά!"
- "Δεν μπορείς να με κουβαλάς αξιοπρεπή?"
- συνώνυμο:
- σωστά ,
- αξιοπρεπέσ ,
- αξιοπρεπής ,
- σε καλή κατάσταση ,
- σωστός ,
- ο σωστός τρόπος
Examples of using
The dumb masses believe that Mandela was a decent man.
Οι ηλίθιες μάζες πιστεύουν ότι ο Μαντέλα ήταν ένας αξιοπρεπής άνθρωπος.
Tom seems like a decent kid.
Ο Τομ μοιάζει με ένα αξιοπρεπές παιδί.