Translation meaning & definition of the word "decency" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρωτοπορία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Decency
[Συνέπεια]/disənsi/
noun
1. The quality of conforming to standards of propriety and morality
- synonym:
- decency
1. Η ποιότητα της συμμόρφωσης με τα πρότυπα της ιδιοκτησίας και της ηθικής
- συνώνυμο:
- αξιοπρέπεια
2. The quality of being polite and respectable
- synonym:
- decency
2. Η ποιότητα του να είσαι ευγενικός και αξιοσέβαστος
- συνώνυμο:
- αξιοπρέπεια
Examples of using
Tom didn't even have the decency to admit he was wrong.
Ο Τομ δεν είχε καν την ευπρέπεια να παραδεχτεί ότι έκανε λάθος.