Translation meaning & definition of the word "deceive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόσπαση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Deceive
[Απατηλός]/dɪsiv/
verb
1. Be false to
- Be dishonest with
- synonym:
- deceive ,
- lead on ,
- delude ,
- cozen
1. Είμαι ψεύτικος
- Είμαι ανέντιμος με
- συνώνυμο:
- εξαπατώ ,
- πηγαίνω ,
- απολυμαίνω ,
- παραχωρώ
2. Cause someone to believe an untruth
- "The insurance company deceived me when they told me they were covering my house"
- synonym:
- deceive ,
- betray ,
- lead astray
2. Κάνει κάποιον να πιστεύει ένα ψέμα
- "Η ασφαλιστική εταιρεία με εξαπάτησε όταν μου είπαν ότι κάλυπταν το σπίτι μου"
- συνώνυμο:
- εξαπατώ ,
- προδίδω ,
- οδηγώ την αστραπή
Examples of using
Don't try to deceive me.
Μην προσπαθήσεις να με εξαπατήσεις.
It's wrong to deceive people, but worse to deceive yourself.
Είναι λάθος να εξαπατάς τους ανθρώπους, αλλά χειρότερα να εξαπατάς τον εαυτό σου.
He is the last man to deceive me.
Είναι ο τελευταίος άνθρωπος που με εξαπατά.