Translation meaning & definition of the word "decay" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαρροή" στην ελληνική γλώσσα
Decay
[Αποφασίζω]noun
1. The process of gradually becoming inferior
- synonym:
- decay
1. Η διαδικασία του να γίνει σταδιακά κατώτερη
- συνώνυμο:
- αποσύνθεση
2. A gradual decrease
- As of stored charge or current
- synonym:
- decay ,
- decline
2. Σταδιακή μείωση
- Από την αποθηκευμένη δαπάνη ή το ρεύμα
- συνώνυμο:
- αποσύνθεση ,
- μείωση
3. The organic phenomenon of rotting
- synonym:
- decay ,
- decomposition
3. Το οργανικό φαινόμενο της σήψης
- συνώνυμο:
- αποσύνθεση
4. An inferior state resulting from the process of decaying
- "The corpse was in an advanced state of decay"
- "The house had fallen into a serious state of decay and disrepair"
- synonym:
- decay
4. Μια κατώτερη κατάσταση που προκύπτει από τη διαδικασία της διάσπασης
- "Το πτώμα ήταν σε προχωρημένη κατάσταση αποσύνθεσης"
- "Το σπίτι είχε πέσει σε μια σοβαρή κατάσταση αποσύνθεσης και διαταραχής"
- συνώνυμο:
- αποσύνθεση
5. The spontaneous disintegration of a radioactive substance along with the emission of ionizing radiation
- synonym:
- decay ,
- radioactive decay ,
- disintegration
5. Η αυθόρμητη αποσύνθεση μιας ραδιενεργού ουσίας μαζί με την εκπομπή ιοντίζουσας ακτινοβολίας
- συνώνυμο:
- αποσύνθεση ,
- ραδιενεργή διάσπαση
verb
1. Lose a stored charge, magnetic flux, or current
- "The particles disintegrated during the nuclear fission process"
- synonym:
- disintegrate ,
- decay ,
- decompose
1. Χάστε ένα αποθηκευμένο φορτίο, μαγνητική ροή, ή ρεύμα
- "Τα σωματίδια αποσυντέθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας πυρηνικής σχάσης"
- συνώνυμο:
- αποσυνθέτω ,
- αποσύνθεση
2. Fall into decay or ruin
- "The unoccupied house started to decay"
- synonym:
- decay ,
- crumble ,
- dilapidate
2. Πέφτουν σε φθορά ή καταστροφή
- "Το ακατοίκητο σπίτι άρχισε να αποσυντίθεται"
- συνώνυμο:
- αποσύνθεση ,
- καταρρέω ,
- ερειπιδείσ
3. Undergo decay or decomposition
- "The body started to decay and needed to be cremated"
- synonym:
- decay
3. Υποβάλλονται σε αποσύνθεση ή αποσύνθεση
- "Το σώμα άρχισε να αποσυντίθεται και έπρεπε να αποτεφρωθεί"
- συνώνυμο:
- αποσύνθεση