Translation meaning & definition of the word "debut" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλλά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Debut
[Ντέμπουμ]/debju/
noun
1. The act of beginning something new
- "They looked forward to the debut of their new product line"
- synonym:
- introduction ,
- debut ,
- first appearance ,
- launching ,
- unveiling ,
- entry
1. Η πράξη της αρχής κάτι καινούργιο
- "Ανυπομονούσαν για το ντεμπούτο της νέας γραμμής παραγωγής τους"
- συνώνυμο:
- εισαγωγή ,
- ντεμπούτο ,
- πρώτη εμφάνιση ,
- εκτόξευση ,
- αποκαλύπτω ,
- είσοδος
2. The presentation of a debutante in society
- synonym:
- debut
2. Η παρουσίαση ενός ντεμπούτου στην κοινωνία
- συνώνυμο:
- ντεμπούτο
verb
1. Present for the first time to the public
- "The band debuts a new song or two each month"
- synonym:
- debut
1. Παρουσίαση για πρώτη φορά στο κοινό
- "Η μπάντα κάνει ντεμπούτο ένα νέο τραγούδι ή δύο κάθε μήνα"
- συνώνυμο:
- ντεμπούτο
2. Appear for the first time in public
- "The new ballet that debuts next months at covent garden, is already sold out"
- synonym:
- debut
2. Εμφανίζεται για πρώτη φορά δημόσια
- "Το νέο μπαλέτο που ξεκινά τους επόμενους μήνες στο κόβεντ γκάρντεν, έχει ήδη εξαντληθεί"
- συνώνυμο:
- ντεμπούτο
3. Make one's debut
- "This young soprano debuts next month at the metropolitan opera"
- synonym:
- debut
3. Κάνε το ντεμπούτο ενός
- "Αυτή η νεαρή σοπράνο κάνει ντεμπούτο τον επόμενο μήνα στη μητροπολιτική όπερα"
- συνώνυμο:
- ντεμπούτο
Examples of using
Her debut was the biggest social event of the season.
Το ντεμπούτο της ήταν το μεγαλύτερο κοινωνικό γεγονός της σεζόν.