Translation meaning & definition of the word "debtor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μεταφραστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Debtor
[Οφειλέτησ]/dɛtər/
noun
1. A person who owes a creditor
- Someone who has the obligation of paying a debt
- synonym:
- debtor ,
- debitor
1. Ένα άτομο που χρωστάει πιστωτή
- Κάποιος που έχει την υποχρέωση να πληρώσει ένα χρέος
- συνώνυμο:
- οφειλέτης ,
- παρακινητήσ