Translation meaning & definition of the word "debauchery" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ακουφακία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Debauchery
[Απολυταρχία]/dəbɔʧəri/
noun
1. A wild gathering involving excessive drinking and promiscuity
- synonym:
- orgy ,
- debauch ,
- debauchery ,
- saturnalia ,
- riot ,
- bacchanal ,
- bacchanalia ,
- drunken revelry
1. Μια άγρια συγκέντρωση που περιλαμβάνει υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και ασυδοσία
- συνώνυμο:
- όργιο ,
- ντεμπούτσα ,
- ακολασία ,
- σατουρνάλια ,
- ταραχή ,
- βακχικόσ ,
- βακχανία ,
- μεθυσμένος γλέντι