Translation meaning & definition of the word "debacle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "απόγειο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Debacle
[Αποβίβαση]/dəbɑkəl/
noun
1. A sudden and violent collapse
- synonym:
- debacle ,
- fiasco
1. Μια ξαφνική και βίαιη κατάρρευση
- συνώνυμο:
- εμπόδιο ,
- φιάσκο
2. Flooding caused by a tumultuous breakup of ice in a river during the spring or summer
- synonym:
- debacle
2. Πλημμύρες που προκαλούνται από μια ταραχώδη διάλυση του πάγου σε ένα ποτάμι κατά τη διάρκεια της άνοιξης ή του καλοκαιριού
- συνώνυμο:
- εμπόδιο
3. A sound defeat
- synonym:
- thrashing ,
- walloping ,
- debacle ,
- drubbing ,
- slaughter ,
- trouncing ,
- whipping
3. Μια ηχηρή ήττα
- συνώνυμο:
- αποτυγχάνω ,
- ταριχεύω ,
- εμπόδιο ,
- εκρίζωση ,
- σφαγή ,
- ανησυχητικό ,
- μαστίγωμα