Translation meaning & definition of the word "deathly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θανατηφόρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Deathly
[Θανατηφόρα]/dɛθli/
adjective
1. Having the physical appearance of death
- "A deathly pallor"
- synonym:
- deathlike ,
- deathly
1. Έχοντας τη φυσική εμφάνιση του θανάτου
- "Θανάσιμη ωχρότητα"
- συνώνυμο:
- θανατηφόρα
2. Causing or capable of causing death
- "A fatal accident"
- "A deadly enemy"
- "Mortal combat"
- "A mortal illness"
- synonym:
- deadly ,
- deathly ,
- mortal
2. Προκαλώντας ή ικανό να προκαλέσει θάνατο
- "Θανατηφόρο ατύχημα"
- "Θανατηφόρος εχθρός"
- "Θανατηφόρος αγώνας"
- "Θανατηφόρα ασθένεια"
- συνώνυμο:
- θανατηφόρος ,
- θανατηφόρα ,
- θνητός
adverb
1. To a degree resembling death
- "He was deathly pale"
- synonym:
- deathly
1. Σε ένα βαθμό που μοιάζει με θάνατο
- "Ήταν θανάσιμα χλωμός"
- συνώνυμο:
- θανατηφόρα
Examples of using
Her deathly paleness is due to long illness.
Η θανάσιμη ωχρότητά της οφείλεται σε μακροχρόνια ασθένεια.