Translation meaning & definition of the word "deathbed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θανάτωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Deathbed
[Θανατηφόρα]/dɛθbɛd/
noun
1. The last few hours before death
- synonym:
- deathbed
1. Τις τελευταίες ώρες πριν το θάνατο
- συνώνυμο:
- επιβαρυντικό
2. The bed on which a person dies
- synonym:
- deathbed
2. Το κρεβάτι στο οποίο πεθαίνει ένα άτομο
- συνώνυμο:
- επιβαρυντικό