Translation meaning & definition of the word "dearly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκοτεινά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dearly
[Αγαπητά]/dɪrli/
adverb
1. In a sincere and heartfelt manner
- "I would dearly love to know"
- synonym:
- dearly ,
- in a heartfelt way
1. Με ειλικρινή και ειλικρινή τρόπο
- "Θα ήθελα πολύ να μάθω"
- συνώνυμο:
- ακριβά ,
- με έναν ειλικρινή τρόπο
2. At a great cost
- "He paid dearly for the food"
- "This cost him dear"
- synonym:
- dearly ,
- dear
2. Με μεγάλο κόστος
- "Πλήρωσε ακριβά για το φαγητό"
- "Αυτό του κόστισε αγαπητό"
- συνώνυμο:
- ακριβά ,
- αγαπητέ
3. With affection
- "She loved him dearly"
- "He treats her affectionately"
- synonym:
- dearly ,
- affectionately ,
- dear
3. Με στοργή
- "Τον αγαπούσε πολύ"
- "Την αντιμετωπίζει με αγάπη"
- συνώνυμο:
- ακριβά ,
- στοργικά ,
- αγαπητέ
Examples of using
She loved her mother dearly.
Αγαπούσε πολύ τη μητέρα της.