Translation meaning & definition of the word "dean" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δανός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dean
[Ντιν]/din/
noun
1. An administrator in charge of a division of a university or college
- synonym:
- dean
1. Ένας διαχειριστής υπεύθυνος για τη διαίρεση ενός πανεπιστημίου ή κολλεγίου
- συνώνυμο:
- ντιν
2. United states film actor whose moody rebellious roles made him a cult figure (1931-1955)
- synonym:
- Dean ,
- James Dean ,
- James Byron Dean
2. Ο ηθοποιός των ηνωμένων πολιτειών του οποίου οι κυκλοθυμικοί επαναστατικοί ρόλοι τον έκαναν λατρευτικό σχήμα (1931-1955)
- συνώνυμο:
- Ντιν ,
- Τζέιμς Ντιν ,
- Τζέιμς Μπάιρον Ντιν
3. A man who is the senior member of a group
- "He is the dean of foreign correspondents"
- synonym:
- dean ,
- doyen
3. Ένας άνθρωπος που είναι το ανώτερο μέλος μιας ομάδας
- "Είναι ο κοσμήτορας των ξένων ανταποκριτών"
- συνώνυμο:
- ντιν ,
- ντόιεν
4. (roman catholic church) the head of the college of cardinals
- synonym:
- dean
4. (ρωμαϊκή καθολική εκκλησία) ο επικεφαλής του κολλεγίου των καρδιναλίων
- συνώνυμο:
- ντιν