Translation meaning & definition of the word "dealer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προμηθευτής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dealer
[Έμπορος]/dilər/
noun
1. Someone who purchases and maintains an inventory of goods to be sold
- synonym:
- trader ,
- bargainer ,
- dealer ,
- monger
1. Κάποιος που αγοράζει και διατηρεί απογραφή αγαθών προς πώληση
- συνώνυμο:
- έμπορος ,
- διαπραγματευτήσ ,
- μάγκερ
2. A firm engaged in trading
- synonym:
- dealer
2. Μια εταιρεία που ασχολείται με τις συναλλαγές
- συνώνυμο:
- έμπορος
3. A seller of illicit goods
- "A dealer in stolen goods"
- synonym:
- dealer
3. Πωλητής παράνομων αγαθών
- "Ένας έμπορος κλεμμένων αγαθών"
- συνώνυμο:
- έμπορος
4. The major party to a financial transaction at a stock exchange
- Buys and sells for his own account
- synonym:
- principal ,
- dealer
4. Το μεγαλύτερο μέρος σε μια χρηματοπιστωτική συναλλαγή σε χρηματιστήριο
- Αγοράζει και πωλεί για δικό του λογαριασμό
- συνώνυμο:
- κύριος ,
- έμπορος
5. The person who distributes the playing cards in a card game
- synonym:
- dealer
5. Το άτομο που διανέμει τις κάρτες παιχνιδιού σε ένα παιχνίδι καρτών
- συνώνυμο:
- έμπορος
Examples of using
Tom was a drug dealer.
Ο Τομ ήταν έμπορος ναρκωτικών.
I'm a plain dealer, I look on life plainly, I think plainly, I speak plainly.
Είμαι ένας απλός έμπορος, κοιτάζω τη ζωή ξεκάθαρα, σκέφτομαι ξεκάθαρα, μιλάω ξεκάθαρα.
The police suspected that Tom was a drug dealer.
Η αστυνομία υποψιάστηκε ότι ο Τομ ήταν έμπορος ναρκωτικών.