Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "deal" into Greek language

Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "συμφωνία" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Deal

[Συμφωνία]
/dil/

noun

1. A particular instance of buying or selling

  • "It was a package deal"
  • "I had no further trade with him"
  • "He's a master of the business deal"
    synonym:
  • deal
  • ,
  • trade
  • ,
  • business deal

1. Μια συγκεκριμένη περίπτωση αγοράς ή πώλησης

  • "Ήταν ένα πακέτο συμφωνίας"
  • "Δεν είχα άλλο εμπόριο μαζί του"
  • "Είναι κύριος της επιχειρηματικής συμφωνίας"
    συνώνυμο:
  • συμφωνία
  • ,
  • εμπόριο
  • ,
  • επιχειρηματική συμφωνία

2. An agreement between parties (usually arrived at after discussion) fixing obligations of each

  • "He made a bargain with the devil"
  • "He rose to prominence through a series of shady deals"
    synonym:
  • bargain
  • ,
  • deal

2. Μια συμφωνία μεταξύ των μερών (συνήθως επιτυγχάνεται μετά από συζήτηση) για τον καθορισμό των υποχρεώσεων του καθενός

  • "Έκανε παζάρι με τον διάβολο"
  • "Αναδείχθηκε μέσα από μια σειρά από σκιερές συμφωνίες"
    συνώνυμο:
  • παζάρι
  • ,
  • συμφωνία

3. (often followed by `of') a large number or amount or extent

  • "A batch of letters"
  • "A deal of trouble"
  • "A lot of money"
  • "He made a mint on the stock market"
  • "See the rest of the winners in our huge passel of photos"
  • "It must have cost plenty"
  • "A slew of journalists"
  • "A wad of money"
    synonym:
  • batch
  • ,
  • deal
  • ,
  • flock
  • ,
  • good deal
  • ,
  • great deal
  • ,
  • hatful
  • ,
  • heap
  • ,
  • lot
  • ,
  • mass
  • ,
  • mess
  • ,
  • mickle
  • ,
  • mint
  • ,
  • mountain
  • ,
  • muckle
  • ,
  • passel
  • ,
  • peck
  • ,
  • pile
  • ,
  • plenty
  • ,
  • pot
  • ,
  • quite a little
  • ,
  • raft
  • ,
  • sight
  • ,
  • slew
  • ,
  • spate
  • ,
  • stack
  • ,
  • tidy sum
  • ,
  • wad

3. (συχνά ακολουθείται από το `of') μεγάλος αριθμός ή ποσό ή έκταση

  • "Μια παρτίδα επιστολών"
  • "Ένα πρόβλημα"
  • "Πολλά λεφτά"
  • "Έφτιαξε νομισματοκοπείο στο χρηματιστήριο"
  • "Δείτε τους υπόλοιπους νικητές στις τεράστιες φωτογραφίες μας"
  • "Πρέπει να κόστισε πολλά"
  • "Μια σειρά δημοσιογράφων"
  • "Ένα βαρέλι χρήματα"
    συνώνυμο:
  • παρτίδα
  • ,
  • συμφωνία
  • ,
  • κοπάδι
  • ,
  • καλή συμφωνία
  • ,
  • πολύ καλό
  • ,
  • καπέλο
  • ,
  • σωρός
  • ,
  • πολύ
  • ,
  • μάζα
  • ,
  • ακαταστασία
  • ,
  • μικλ
  • ,
  • μέντα
  • ,
  • βουνό
  • ,
  • βρωμίζω
  • ,
  • passel
  • ,
  • ραμφίζω
  • ,
  • αρκετά
  • ,
  • κατσαρόλα
  • ,
  • αρκετά λίγο
  • ,
  • σχεδία
  • ,
  • θέαμα
  • ,
  • περιστρεφόμενοσ
  • ,
  • πτύει
  • ,
  • στοίβα
  • ,
  • τακτοποιημένο ποσό
  • ,
  • wad

4. A plank of softwood (fir or pine board)

    synonym:
  • deal

4. Μια σανίδα από μαλακό ξύλο (σανίδα από έλατο ή πεύκο)

    συνώνυμο:
  • συμφωνία

5. Wood that is easy to saw (from conifers such as pine or fir)

    synonym:
  • softwood
  • ,
  • deal

5. Ξύλο που είναι εύκολο να πριονιστεί (από κωνοφόρα όπως πεύκο ή έλατο)

    συνώνυμο:
  • μαλακό ξύλο
  • ,
  • συμφωνία

6. The cards held in a card game by a given player at any given time

  • "I didn't hold a good hand all evening"
  • "He kept trying to see my hand"
    synonym:
  • hand
  • ,
  • deal

6. Τα φύλλα που κρατούνται σε ένα παιχνίδι καρτών από έναν δεδομένο παίκτη ανά πάσα στιγμή

  • "Δεν κρατούσα καλό χέρι όλο το βράδυ"
  • "Συνέχισε να προσπαθεί να δει το χέρι μου"
    συνώνυμο:
  • χέρι
  • ,
  • συμφωνία

7. The type of treatment received (especially as the result of an agreement)

  • "He got a good deal on his car"
    synonym:
  • deal

7. Το είδος της θεραπείας που λαμβάνεται (ειδικά ως αποτέλεσμα συμφωνίας)

  • "Πήρε μια καλή συμφωνία για το αυτοκίνητό του"
    συνώνυμο:
  • συμφωνία

8. The act of distributing playing cards

  • "The deal was passed around the table clockwise"
    synonym:
  • deal

8. Η πράξη της διανομής τραπουλόχαρτων

  • "Η συμφωνία πέρασε γύρω από το τραπέζι δεξιόστροφα"
    συνώνυμο:
  • συμφωνία

9. The act of apportioning or distributing something

  • "The captain was entrusted with the deal of provisions"
    synonym:
  • deal

9. Η πράξη της κατανομής ή της διανομής κάτι

  • "Στον καπετάνιο ανατέθηκε η συμφωνία των διατάξεων"
    συνώνυμο:
  • συμφωνία

verb

1. Act on verbally or in some form of artistic expression

  • "This book deals with incest"
  • "The course covered all of western civilization"
  • "The new book treats the history of china"
    synonym:
  • cover
  • ,
  • treat
  • ,
  • handle
  • ,
  • plow
  • ,
  • deal
  • ,
  • address

1. Ενεργήστε λεκτικά ή με κάποια μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης

  • "Το βιβλίο αυτό πραγματεύεται την αιμομιξία"
  • "Το μάθημα κάλυψε όλο τον δυτικό πολιτισμό"
  • "Το νέο βιβλίο πραγματεύεται την ιστορία της κίνας"
    συνώνυμο:
  • κάλυψη
  • ,
  • περνάω
  • ,
  • λαβή
  • ,
  • άροτρο
  • ,
  • συμφωνία
  • ,
  • διεύθυνση

2. Take into consideration for exemplifying purposes

  • "Take the case of china"
  • "Consider the following case"
    synonym:
  • consider
  • ,
  • take
  • ,
  • deal
  • ,
  • look at

2. Λάβετε υπόψη για παραδειγματικούς σκοπούς

  • "Πάρτε την περίπτωση της κίνας"
  • "Σκεφτείτε την ακόλουθη περίπτωση"
    συνώνυμο:
  • εξετάζω
  • ,
  • παίρνω
  • ,
  • συμφωνία
  • ,
  • κοιτάξτε

3. Take action with respect to (someone or something)

  • "How are we going to deal with this problem?"
  • "The teacher knew how to deal with these lazy students"
    synonym:
  • deal

3. Αναλάβετε δράση σε σχέση με (κάποιον ή κάτι)

  • "Πώς θα αντιμετωπίσουμε αυτό το πρόβλημα;"
  • "Ο δάσκαλος ήξερε πώς να αντιμετωπίσει αυτούς τους τεμπέληδες μαθητές"
    συνώνυμο:
  • συμφωνία

4. Come to terms with

  • "We got by on just a gallon of gas"
  • "They made do on half a loaf of bread every day"
    synonym:
  • cope
  • ,
  • get by
  • ,
  • make out
  • ,
  • make do
  • ,
  • contend
  • ,
  • grapple
  • ,
  • deal
  • ,
  • manage

4. Συμβιβαστείτε με

  • "Τα βγάλαμε πέρα μόνο με ένα γαλόνι βενζίνη"
  • "Έφτιαχναν μισό καρβέλι ψωμί κάθε μέρα"
    συνώνυμο:
  • αντιμετωπίζω
  • ,
  • περνώ
  • ,
  • αποτυπώνω
  • ,
  • κάνω
  • ,
  • υποστηρίζω
  • ,
  • παλεύω
  • ,
  • συμφωνία
  • ,
  • διαχειρίζομαι

5. Administer or bestow, as in small portions

  • "Administer critical remarks to everyone present"
  • "Dole out some money"
  • "Shell out pocket money for the children"
  • "Deal a blow to someone"
  • "The machine dispenses soft drinks"
    synonym:
  • distribute
  • ,
  • administer
  • ,
  • mete out
  • ,
  • deal
  • ,
  • parcel out
  • ,
  • lot
  • ,
  • dispense
  • ,
  • shell out
  • ,
  • deal out
  • ,
  • dish out
  • ,
  • allot
  • ,
  • dole out

5. Χορηγήστε ή χαρίστε, όπως σε μικρές μερίδες

  • "Διαχειριστείτε κριτικές παρατηρήσεις σε όλους τους παρευρισκόμενους"
  • "Έβγαλε κάποια χρήματα"
  • "Βγάλε χαρτζιλίκι για τα παιδιά"
  • "Κανε πληγμη σε καποιον"
  • "Το μηχάνημα διανέμει αναψυκτικά"
    συνώνυμο:
  • διανέμω
  • ,
  • χορηγώ
  • ,
  • μέτε έξω
  • ,
  • συμφωνία
  • ,
  • αποσπώ
  • ,
  • πολύ
  • ,
  • ξεφλουδίζω
  • ,
  • αντιμετωπίζω
  • ,
  • πιάτο έξω
  • ,
  • κατανέμω
  • ,
  • βγάζω ντόλες

6. Do business

  • Offer for sale as for one's livelihood
  • "She deals in gold"
  • "The brothers sell shoes"
    synonym:
  • deal
  • ,
  • sell
  • ,
  • trade

6. Κάνω δουλειές

  • Προσφορά προς πώληση όπως για τα προς το ζην
  • "Αυτή ασχολείται με χρυσό"
  • "Τα αδέρφια πουλάνε παπούτσια"
    συνώνυμο:
  • συμφωνία
  • ,
  • πωλώ
  • ,
  • εμπόριο

7. Be in charge of, act on, or dispose of

  • "I can deal with this crew of workers"
  • "This blender can't handle nuts"
  • "She managed her parents' affairs after they got too old"
    synonym:
  • manage
  • ,
  • deal
  • ,
  • care
  • ,
  • handle

7. Να είστε υπεύθυνοι, να ενεργείτε ή να διαθέτετε

  • "Μπορώ να ασχοληθώ με αυτό το πλήρωμα των εργαζομένων"
  • "Αυτό το μπλέντερ δεν μπορεί να χειριστεί τα καρύδια"
  • "Διαχειρίστηκε τις υποθέσεις των γονιών της αφού γέρασαν πολύ"
    συνώνυμο:
  • διαχειρίζομαι
  • ,
  • συμφωνία
  • ,
  • φροντίδα
  • ,
  • λαβή

8. Behave in a certain way towards others

  • "He deals fairly with his employees"
    synonym:
  • deal

8. Συμπεριφερθείτε με έναν συγκεκριμένο τρόπο απέναντι στους άλλους

  • "Ασχολείται δίκαια με τους υπαλλήλους του"
    συνώνυμο:
  • συμφωνία

9. Distribute cards to the players in a game

  • "Who's dealing?"
    synonym:
  • deal

9. Μοιράστε κάρτες στους παίκτες σε ένα παιχνίδι

  • "Ποιος ασχολείται;"
    συνώνυμο:
  • συμφωνία

10. Direct the course of

  • Manage or control
  • "You cannot conduct business like this"
    synonym:
  • conduct
  • ,
  • carry on
  • ,
  • deal

10. Κατευθύνετε την πορεία του

  • Διαχείριση ή έλεγχος
  • "Δεν μπορείς να κάνεις δουλειές έτσι"
    συνώνυμο:
  • διεξαγωγή
  • ,
  • συνεχίστε
  • ,
  • συμφωνία

11. Give out as one's portion or share

    synonym:
  • share
  • ,
  • divvy up
  • ,
  • portion out
  • ,
  • apportion
  • ,
  • deal

11. Δώστε ως μερίδα ή μερίδιο κάποιου

    συνώνυμο:
  • μερίδιο
  • ,
  • διαιρείται
  • ,
  • μερίδα έξω
  • ,
  • κατανομή
  • ,
  • συμφωνία

12. Give (a specific card) to a player

  • "He dealt me the queen of spades"
    synonym:
  • deal

12. Δώστε (ένα συγκεκριμένο φύλλο) σε έναν παίκτη

  • "Μου μοίρασε τη βασίλισσα των μπαστούνι"
    συνώνυμο:
  • συμφωνία

13. Sell

  • "Deal hashish"
    synonym:
  • deal

13. Πωλώ

  • "Συμφωνία χασίς"
    συνώνυμο:
  • συμφωνία

Examples of using

I understand Tom salted away a good deal for his old age.
Καταλαβαίνω ότι ο Τομ άλασε μια καλή συμφωνία για τα γηρατειά του.
I hope these companies will be ready to deal with us in the future.
Ελπίζω ότι αυτές οι εταιρείες θα είναι έτοιμες να ασχοληθούν μαζί μας στο μέλλον.
There is still a great deal about the human brain that we don't understand.
Υπάρχουν ακόμα πολλά για τον ανθρώπινο εγκέφαλο που δεν καταλαβαίνουμε.