Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "deadly" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θανάσιμα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Deadly

[Θανατηφόρα]
/dɛdli/

adjective

1. Causing or capable of causing death

  • "A fatal accident"
  • "A deadly enemy"
  • "Mortal combat"
  • "A mortal illness"
    synonym:
  • deadly
  • ,
  • deathly
  • ,
  • mortal

1. Προκαλώντας ή ικανό να προκαλέσει θάνατο

  • "Θανατηφόρο ατύχημα"
  • "Θανατηφόρος εχθρός"
  • "Θανατηφόρος αγώνας"
  • "Θανατηφόρα ασθένεια"
    συνώνυμο:
  • θανατηφόρος
  • ,
  • θανατηφόρα
  • ,
  • θνητός

2. Of an instrument of certain death

  • "Deadly poisons"
  • "Lethal weapon"
  • "A lethal injection"
    synonym:
  • deadly
  • ,
  • lethal

2. Ενός οργάνου βέβαιου θανάτου

  • "Θανάσιμα δηλητήρια"
  • "Θανατηφόρο όπλο"
  • "Θανατηφόρα ένεση"
    συνώνυμο:
  • θανατηφόρος

3. Extremely poisonous or injurious

  • Producing venom
  • "Venomous snakes"
  • "A virulent insect bite"
    synonym:
  • deadly
  • ,
  • venomous
  • ,
  • virulent

3. Εξαιρετικά δηλητηριώδες ή επιβλαβές

  • Παραγωγή δηλητηρίου
  • "Φίδια φτωχά"
  • "Ένα παρθένο δάγκωμα εντόμων"
    συνώνυμο:
  • θανατηφόρος
  • ,
  • δηλητηριώδησ
  • ,
  • αρρενωπόσ

4. Involving loss of divine grace or spiritual death

  • "The seven deadly sins"
    synonym:
  • deadly
  • ,
  • mortal(a)

4. Απώλεια της θεϊκής χάρης ή του πνευματικού θανάτου

  • "Οι επτά θανάσιμες αμαρτίες"
    συνώνυμο:
  • θανατηφόρος
  • ,
  • θνητ()

5. Exceedingly harmful

    synonym:
  • baneful
  • ,
  • deadly
  • ,
  • pernicious
  • ,
  • pestilent

5. Εξαιρετικά επιβλαβής

    συνώνυμο:
  • ευκίνητοσ
  • ,
  • θανατηφόρος
  • ,
  • επιβλαβής
  • ,
  • επιδημία

6. (of a disease) having a rapid course and violent effect

    synonym:
  • deadly

6. (από μια ασθένεια) με ταχεία πορεία και βίαιη επίδραση

    συνώνυμο:
  • θανατηφόρος

adverb

1. As if dead

    synonym:
  • deadly
  • ,
  • lifelessly

1. Σαν να είναι νεκρός

    συνώνυμο:
  • θανατηφόρος
  • ,
  • άψυχοσ

2. (used as intensives) extremely

  • "She was madly in love"
  • "Deadly dull"
  • "Deadly earnest"
  • "Deucedly clever"
  • "Insanely jealous"
    synonym:
  • madly
  • ,
  • insanely
  • ,
  • deadly
  • ,
  • deucedly
  • ,
  • devilishly

2. (χρησιμοποιείται ως εντατικά) εξαιρετικά

  • "Ήταν τρελά ερωτευμένη"
  • "Θανατηφόρα βαρετό"
  • "Θανάσιμα σοβαρός"
  • "Απολύτως έξυπνο"
  • "Απερίσκεπτα ζηλιάρης"
    συνώνυμο:
  • τρελά
  • ,
  • θανατηφόρος
  • ,
  • απουσία
  • ,
  • διαβολικά

Examples of using

Gluttony is one of the seven deadly sins.
Η γλουτονία είναι ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα.
In my next life I want to be born as a deadly virus.
Στην επόμενη ζωή μου θέλω να γεννηθώ ως θανατηφόρος ιός.
All the most deadly poisons were in her laboratory.
Όλα τα πιο θανατηφόρα δηλητήρια ήταν στο εργαστήριό της.